- ἐλασσόνως
- ἐλασσόνως, Adv. of ἐλάσσων,A in a lesser degree, Hp.Vict.1.35, etc.;
ἐ. ἢ κατ' ἀξίαν Antipho 4.4.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐ. ἢ κατ' ἀξίαν Antipho 4.4.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλασσόνως — ἐλάσσων smaller adverbial ἐλασσόνως in a lesser degree indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραόνως — Α επίρρ. με πραότητα, πράως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. *πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, ονος). Παρ όλα αυτά … Dictionary of Greek